αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευανορία — εὐανορία, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευηνορία … Dictionary of Greek
ευηνορία — εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) [ευήνωρ] η ανδρεία, η γενναιότητα … Dictionary of Greek